- ἐπαναφωνουμένῳ
- ἐπαναφωνέωpronounce in additionpres part mp masc/neut dat sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναφωνώ — ἐπαναφωνῶ, έω (Α) ξαναφωνάζω μετά από άλλον («ἤ ἐν τῷ προαναφωνουμένῳ φθόγγῳ ἤ ἐν τῷ ἐπαναφωνουμένῳ», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek